- εὐοικονομήτως
- εὐοικονόμητοςwell arrangedadverbialεὐοικονόμητοςwell arrangedmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευοικονόμητος — εὐοικονόμητος, ον (ΑΜ) εύπεπτος, ευκολοχώνευτος αρχ. τακτοποιημένος καλά. επίρρ... εὐοικονομήτως (Α) με τάξη, καλά τακτοποιημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οικονομώ] … Dictionary of Greek